- εἰσέλευσις
- εἰσέλευσιςentrancefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισέλευσις — εἰσέλευσις, η (AM) 1. είσοδος, πέρασμα 2. άφιξη, ερχομός … Dictionary of Greek
εἰσελεύσει — εἰσέλευσις entrance fem nom/voc/acc dual (attic epic) εἰσελεύσεϊ , εἰσέλευσις entrance fem dat sg (epic) εἰσέλευσις entrance fem dat sg (attic ionic) εἰσέρχομαι go in fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσελεύσεις — εἰσέλευσις entrance fem nom/voc pl (attic epic) εἰσέλευσις entrance fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσελεύσηι — εἰσέλευσις entrance fem dat sg (epic) εἰσελεύσῃ , εἰσέρχομαι go in fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσέλευσιν — εἰσέλευσις entrance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεισέλευση — η / ὑπεισέλευσις, εύσεως, ΝΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπεισέρχομαι νεοελλ. (νομ.) η είσοδος τού κληρονόμου στο ενιαίο σύνολο τών δικαιωμάτων και τών υποχρεώσεων τού κληρονομουμένου, η οποία τελείται αυτοδικαίως με την επαγωγή τής… … Dictionary of Greek
εἰσελεύσεως — εἰσελεύσεω̆ς , εἰσέλευσις entrance fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσελεύσῃ — εἰσελεύσηι , εἰσέλευσις entrance fem dat sg (epic) εἰσέρχομαι go in fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)